πυξίδας

πυξίδας
πυξίς
box of box-wood
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… …   Dictionary of Greek

  • Τζιόγια, Φλάβιος — (Gioja). Θρυλικός ναυτικός του 14ου αι., Αμαλφιτανός κατά την παράδοση, που θεωρείται εφευρέτης της ναυτικής πυξίδας. Είναι σχεδόν βέβαιο όμως, ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπήρξε ποτέ και η παράδοση γύρω από αυτόν οφείλεται σε πλάνη του χρονογράφου… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον — Ν φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον» φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθόμετρο — το τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση τών αζιμουθίων. Συνήθως είναι μια διάταξη που στερεώνεται πάνω σε έναν άξονα στο γυάλινο κάλυμμα τής μαγνητικής πυξίδας …   Dictionary of Greek

  • αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… …   Dictionary of Greek

  • δυναμογωνιόγραμμα — το ναυτ. διάγραμμα που δίνει το μέγεθος τής ιθύνουσας μαγνητικής δυνάμεως και την παρεκτροπή τής πυξίδας τού πλοίου για όλες τής γωνίες πλεύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”